τρίστιχο

τρίστιχο
üç dizelik şiir, üç mısra

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρίστιχος — η, ο / τρίστιχος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α.… …   Dictionary of Greek

  • τρίστιχος — η, ο 1. που αποτελείται από τρεις στίχους. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίστιχο, το μικρό ποίημα από τρεις στίχους ή στροφή ποιήματος με τρεις στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”